Timing

Σήμερα μιλούσα με ένα γνωστό μου στο τηλέφωνο.

Στα 47 του αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή του, να ακολουθήσει αυτό που πραγματικά ήθελε κι όχι αυτό που ήθελαν οι άλλοι. Μεγάλη κουβέντα σκέφτηκα, σχεδόν θεατρική.

Η απόφαση τον βασάνιζε πολύ και ήταν πολύ δύσκολο να την πάρει.Έτσι μου δήλωσε.

Και η απόφαση ήρθε μετά από καιρό, ένα πρωινό καθώς έφτιαχνε καφέ, έτσι στα ξαφνικά και χωρίς άλλη σκέψη.

Μετά τη συνομιλία έμεινα να σκέφτομαι τα δύο βασικά πράγματα που μου έμειναν από την κουβέντα.

Το πρώτο είναι το γεγονός ότι αποφασίζεις να αλλάξεις τη ζωή σου και μάλιστα στα 47 σου, γιατί συνειδητοποιείς ότι τόσα χρόνια δεν ζεις εσύ τη δική σου τη ζωή, αλλά η περσόνα που κατασκευάστηκε από τις επιθυμίες των άλλων και την ατολμία τη δική σου. Το να αλλάξεις μια ζωή που δεν σου αρέσει είναι από μόνο του μια κατάκτηση, φαντάζει έως και γενναίο. Όμως εμένα αυτό που μου φαίνεται περισσότερο ηρωικό είναι η αντοχή ενός ανθρώπου μέσα σε μια ζωή prêt-à-porter.

Το να θες να αλλάξεις στα 47 σου αποτελεί δείγμα ότι είσαι ακόμα πολύ νέος και αισθάνεσαι ότι τα καλά σε περιμένουν στη γωνία για να τα ζήσεις.

Θα τα ζήσεις όμως; και δεν αναφέρομαι στον βιολογικό παράγοντα, αλλά στην ίδια σου την αντοχή να σπρώξεις ένα βήμα παραπέρα τη ζωή σου, να αποβάλεις όλα εκείνα τα λαμπερά στολίδια που φορούσες ως Φίλαρχος στη ζούγκλα, θαμπώνοντας τα πλήθη.

Οι αποφάσεις τελικά δεν είναι το δύσκολο μέρος της υπόθεσης, το ζόρικο είναι η υλοποίησή τους, ειδικά όταν έχεις μάθει να φοράς το ίδιο ρούχο τόσα χρόνια.

Πιστεύω ότι όσα είναι να ζήσουμε στο μέλλον και μας αφορούν προσωπικά είναι αποφάσεις που πήραμε στο παρελθόν αλλά που δεν τις εκτελέσαμε, είναι σαν τις οικονομίες που κάνουμε για μια ώρα ανάγκης και που κάποια στιγμή τις βρίσκουμε μπροστά μας.

Το δεύτερο είναι ότι αυτή την απόφαση την παίρνεις, όχι εν θερμώ, αλλά τη στιγμή που δεν το περιμένεις, τότε που όλα φαίνονται να έχουν κατασταλάξει μέσα σου κι ο δρόμος μοιάζει να μην έχει επιστροφή. Αυτό για μένα είναι και το πιο εντυπωσιακό της ιστορίας. Αυτό που ονομάζουμε timing.

Ακριβώς έτσι σκέφτηκα λαμβάνονται οι σημαντικότερες αποφάσεις στη ζωή, όταν δηλαδή αυτές έρχονται απρόσκλητες να σε πάρουν από το χέρι και να σε βγάλουν μια βόλτα στην εξοχή να πάρεις αέρα.

Είναι αυτές ακριβώς οι αποφάσεις που μπορούν και να υλοποιηθούν τελικά κι όχι οι άλλες που ξεστομίζονται με τρόπο θεατρικό, όχι τόσο για να τις ανακοινώσουμε ως δεδομένες, αλλά απλά για να πείσουμε τους άλλους για την ορθότητα της κρίσης μας και γιατί όχι, ίσως και για να προσπαθήσουμε να μεταπείσουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς.

Το βαλσάκι

Στο διπλανό σπίτι εγκαταστάθηκαν πρόσφατα δύο ηλικιωμένοι.

Κανείς δεν ήξερε για αυτούς πιο πριν.

Σε τούτο τον μικρόκοσμο όμως, όλα αργά ή γρήγορα γίνονται γνωστά.

Εκείνος, γύρισε από την Αυστραλία, η γυναίκα του πέθανε πριν από πολλά χρόνια, τα παιδιά του μεγάλωσαν, έμειναν εκεί.

Εκείνη, δεν γνώρισε τον γάμο, ζούσε με την αδερφή της, κάποια στιγμή όμως έμεινε μόνη της.

Εκείνος γύρισε πίσω για να ξετυλίξει το κουβάρι των αναμνήσεων.

Εκείνη έμεινε εδώ για να φτιάξει, έστω κι αργά, κάποια από εκείνα που κάποτε είχε  ονειρευτεί, έμεινε εδώ ζώντας με την ανάμνησή του και με την ελπίδα ότι κάποια μέρα μπορεί και να τον ξαναδεί.

Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να ξαναβρεθούν μετά από 50 χρόνια.

Εκείνοι τα έφεραν έτσι ώστε να ζήσουν μαζί κάποια από εκείνα που προσπάθησαν να ξεκινήσουν τότε.

Μάθαμε ότι ήταν μεγάλη αγάπη, πλέον ξέρουμε ότι ίσως ήταν και η ανάγκη, το μοίρασμα των ζωών, των αναπνοών, των υποχρεώσεων, της επιβίωσης.

Σήμερα, άκουσα μέσα από το διαμέρισμά τους ένα τραγούδι της Βέμπο…

Τους φαντάστηκα να χορεύουν το βαλσάκι…

Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα

πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό

μα πως φοβάμαι πως ίσως μια μέρα, σε χάσω

γιατί να σε ξεχάσω ποτέ δεν θα μπορώ…

ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ

…κι εγώ μέσα στους αχινούς

στις γούβες στ’ αρμυρίκια

σαν τους παλιούς θαλασσινούς

ρωτούσα τα τζιτζίκια:

Εε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι

γεια σας κι η ώρα η καλή

Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει; 

κι ‘ όλ’  αποκρίνονταν μαζί:

“Ζει ζει ζει ζει !!!”

Sorry seems to be the hardest word

Ο λαός λέει ότι ότι από την ώρα που βγήκε η συγνώμη χάθηκε το φιλότιμο…

Εγώ πάλι λέω θα ήθελα να ακούσω μια ειλικρινή συγνώμη από κάποιους σε αυτή τη χώρα, μια πράξη μεταμέλειας.

Θα μου πεις, η συγνώμη τρώγεται; όχι φυσικά, αλλά μπορεί η μία συγνώμη να φέρει την άλλη, οι συγνώμες να γίνουν ντόμινο και μπορεί να φτάσουν και κάτω στον λαό, ο οποίος περιμένει από τους πολιτικούς του μια ειλικρινή έκφραση μεταμέλειας, αλλά ο ίδιος ακόμα δεν έχει ζητήσει συγνώμη από τα παιδιά του για το μέλλον που τους κληροδοτεί.

Θα ήθελα πραγματικά εκτός από φασκελώματα και αναθέματα, να ακούσω ένα βραδάκι στο Σύνταγμα ένα μαζικό και βροντερό “Συγνώμη” από όλους μας. Ίσως να μην είναι και τόσο κακή ιδέα, αλλά, Sorry seems to be the hardest word.

The age of (financial) oppression

Αρχίσαμε να ακούμε λοιπόν και αυτά, τα περί γενικευμένου financial oppression δηλαδή, όχι ότι δεν το περιμέναμε, όχι ότι δεν το ξέραμε, όχι ότι δεν αντιλαμβανόμαστε ότι ζούμε σε μια παρακμιακή εποχή, αλλά πλέον μερικά πράγματα λέγονται με το όνομά τους. Ευτυχώς και δυστυχώς μαζί.

Το καλοκαίρι μας αποχαιρετά, μάλλον μουντό φέτος από διάθεση, ενοχλητικά ζεστό, ένα καλοκαίρι μέσα στον προβληματισμό και στην αναδίπλωση, την οικονομική, την εθνική, άλλα μάλλον περισσότερο την προσωπική.  Ένα καλοκαίρι στην εποχή της “καταπίεσης” των ονείρων.

Το φθινόπωρο δεν είναι συμπονετικό ούτως ή άλλως, φέτος τελικά δεν ήταν ούτε και το καλοκαίρι… 

Μπορεί πάντως από όλα αυτά που περνάμε ως κάτοικοι αυτής της χώρας (ως πολίτες άλλοι), από όλα αυτά που θα περάσουμε, από όλο αυτό το (financial) oppression, όπως το λένε οι αγγλοσάξωνες, από όλη αυτή την αναδίπλωση όπως θα ήθελα να το πω εγώ, το oppression είναι βαρύς όρος, ίσως να βγει και κάτι καλό, ίσως να αναθεωρήσουμε το αξιακό μας σύστημα, να βάλουμε άλλες προτεραιότητες, ίσως να βγούμε διαφορετικοί, κι εκεί να βρίσκεται τελικά αξία όλων τούτων, να σε πηγαίνουν παραπέρα, να σε κάνουν να αλλάζεις…

…και απαισιόδοξος δεν είμαι, ίσα ίσα μάλιστα, η αλλαγή βέβαια δεν οδηγεί πάντα προς το καλύτερο, η αλλαγή μπορεί να σε πάει και πίσω, όμως τις χρειαζόμαστε αυτές τις αλλαγές, γιατί ακόμα και με τα πισωγυρίσματα κάποια μηχανή κινείται, κάποιες δυνάμεις ελευθερώνονται, κάποια μυαλά αρχίζουν να σκέφτονται, κάποια χέρια αρχίζουν να δουλεύουν κι ότι κινείται δεν βαλτώνει, δεν κολλάει, ίσως τελικά να πρέπει να πάμε πίσω για να φτάσουμε μπροστά, σαν τον Κολόμβο με την Αμερική, μπορεί να νομίζουμε ότι βλέπουμε τις Ινδίες αλλά τελικά να ανακαλύψουμε έναν άλλον νέο κόσμο…

…γι αυτό είμαι αισιόδοξος, γιατί κάπως έτσι κινείται ο κόσμος, απλά αυτή η μηχανή θα ποδοπατήσει κάποιους, θα τους συνθλίψει, αλλά και τόσο καιρό τι έκανε μήπως, γιατί λοιπόν η εποχή της αναδίπλωσης μας πονά τόσο, ίσως γιατί πλέον ποδοπατά κι εμάς τους ήδη βολεμένους, μήπως εμείς τελικά έχουμε τόσο διαβρωθεί που φοβόμαστε ακόμα και να αλλάξουμε;     

Ακούμε το κλασσικό “somewhere over the rainbow”, σε μια σύγχρονη διασκευή που πραγματικά λατρεύω. 

…κι όπως λέει το τραγούδι:

Somewhere over the rainbow
way up high
and the dreams that you dreamed of
once in a lullaby
Somewhere over the rainbow
blue birds fly
and the dreams that you dreamed of
dreams really do come true

Por una cabeza

Δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να έχει συνδέσει περισσότερο το όνομά του με το tango από τον Carlos Gardel για τον οποίον, άλλοι λένε ότι γεννήθηκε στην Ουρουγουάη, άλλοι στην Γαλλία, το θέμα όμως είναι ότι έζησε στην Αργεντινή και σφράγισε το tango όσο κανένας άλλος.

Αυτές τις ημέρες θυμήθηκα την Λατινική Αμερική, τη χρεοκoπία της Αργεντινής πριν από λίγα χρόνια και την κατάσταση της χώρας μας σήμερα. Μπορεί εκεί να χορεύουν tango κι εδώ συρτάκι ή μάλλον τσιφτετέλλι, όμως η ουσία είναι ότι νηστικό αρκούδι δεν χορεύει κι από ότι φαίνεται εάν δεν ζωθεί δυστυχώς το ζωνάρι και δεν σταματήσουν οι σπατάλες, θα οδηγηθούμε στο χάος. Είναι βέβαια η νοοτροπία μας που πρέπει να αλλάξει κι αυτό είναι το πιο δύσκολο, να σταματήσουμε να περιμένουμε από τους άλλους τις λύσεις, να σταματήσουμε να αυτομαστιγωνόμαστε και αν μεμψιμοιρούμε, κοινή λογική χρειάζεται και νοικοκύρεμα. Δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά από την άλλη κι επειδή είμαστε λαός της τελευταίας στιγμής, ίσως ακόμα και τώρα να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις και να νοικουρέψουμε τα του οίκου μας, απλά αριθμητική χρειάζεται, μειώνουμε τις δαπάνες, αυξάνουμε τα έσοδα, γιατί άραγε καταπιανόμαστε με τη δημιουργική στατιστική, ποιους τελικά νομίζουμε ότι κοροϊδεύουμε;

Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο μου έδωσαν, τόσο ο φίλος Τζων Μπόης, ο οποίος με το μοναδικό ταλέντο γραφής που διαθέτει, περιγράφει την κατάσταση χιουμοριστικά, όσο και η Krotkaya, η φίλη του παρόντος blog η οποία φαίνεται ότι γιορτάζει και το γλεντάει στην Λατινική Αμερική. Με έστειλαν λοιπόν κι οι δύο στην Αργεντινή και στην Ουρουγουάη, στις οποίες βρέθηκα πριν από 3 χρόνια και πέρασα στιγμές πανέμορφες και τους ευχαριστώ.

Tango έχει παρακάτω και μάλιστα τι άλλο, Carlos Gardel!           

It’s (finally) Christmas time

Είναι αλήθεια ότι μου έχουν λείψει τα κάλαντα, όχι να τα πω, η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τα είπα, καθώς οι γονείς μου πίστευαν ότι είναι σαν να ζητιανεύω από πόρτα σε πόρτα, άλλο και τούτο πάλι! Μου έχει λείψει αυτό το πρωινό χτύπημα του κουδουνιού στην πόρτα από τα παιδιά που έρχονται να πουν τα κάλαντα, πλέον όλο και λιγότερο το ακούω κάθε χρόνο, είναι ο φόβος, η αύξηση της εγκληματικότητας, ίσως η καχυποψία, ένα έθιμο που δυστυχώς σβήνει στις μεγάλες πόλεις…

Πέρσυ μου χτύπησαν την πόρτα δύο παιδάκια με ξένες ρίζες, τα οποία μου τραγούδησαν τα ελληνικά κάλαντα με την προφορά του τόπου τους και ήταν πραγματικά συγκινητικό…

 Εύχομαι για τις γιορτές αυτές ότι καλύτερο επιθυμεί ο καθένας και ειδικά για τη νέα χρονιά εύχομαι περισσότερα χαμόγελα, περισότερες ευχάριστες εκλπήξεις, αισιοδοξία και λιγότερο φόβο μέσα μας και έξω μας…

 Στο βιντεάκι παρακάτω ακούμε την  Καναδέζα ντίβα των film noir των 30s & 40s, Deanna Durbin, να τραγουδά με τόσο σέξυ τρόπο το Silent Night, τι κι αν σε αυτή την ταινία του ’45 το τραγουδούσε στον πατέρα της από το τηλέφωνο κι όχι σε κάποιον εραστή της…

 Χρόνια Πολλά

Norwegian Wood

Όταν για πρώτη φορά πέταξα με αεροπλάνο εκτός Ελλάδος, θα ήμουνα γύρω στα δέκα, αυτό που μου έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν η αίσθηση του πράσινου που έβλεπα από ψηλά. Μάλλον, είχα εξοικειωθεί με την ιδέα έως τότε, ότι όλα τα μέρη μοιάζουν περίπου σαν την Ελλάδα, θάλασσα, δαντελωτές ακρογιαλιές, βουνά, ξερά τοπία, τσιμέντο.

Το πρώτο μου ταξίδι τότε στο εξωτερικό ήταν στη Σουηδία, στην οποία ζούσαν συγγενείς. Η έκπληξη στα μάτια μου θα πρέπει να ήταν τελικά πολύ μεγάλη αντικρύζοντας ένα συννεφιασμένο τοπίο και μια σχεδόν ατέλειωτη πράσινη έκταση, που μόλις και με τα βίας με απομάκρυνε ο πατέρας μου από το παραθυράκι του αεροπλάνου, ώστε να κατεβούμε και να συνεχίσουμε με το Volvo του θείου μου για την Νότια Σουηδία στην οποία έμενε. Από εκείνο το ταξίδι στη Σκανδιναβία κατάλαβα ότι εάν κάποτε θα έπρεπε να επιλέξω το μέρος στο οποίο θα ήθελα να ζήσω, τότε αυτό θα έμοιαζε κάπως σαν τα χρυσοπράσινα λιβάδια του Σουηδικού Νότου, να ζήσω σαν την Πίππη τη Φακυδομύτη και τους φίλους της, που εκείνη την εποχή η σειρά έκανε θραύση στη Σουηδία. Το ταξίδι εκείνο δεν τελείωσε όμως εκεί, ο θείος μου είχε κάνει πρόγραμμα και μας γύρισε και στις γειτονικές χώρες, Δανία, Φινλανδία και Νορβηγία κι ενώ η Σουηδία ήταν η χώρα που μέχρι εκείνη τη στιγμή με είχε περισσότερο εντυπωσιάσει, τελικά ήταν η Νορβηγία που πραγματικά έκλεψε τις εντυπώσεις, σε εκείνο μάλιστα το πρώτο ταξίδι φτάσαμε έως το Tromsø στον Αρκτικό!  Την ημέρα εκείνη που κατευθυνόμαστε προς τη Νορβηγία, θυμάμαι στο κασετόφωνο του Volvo ακούγαμε Beatles, οι Abba βλέπεις δεν είχαν ακόμα γεννηθεί στα μέρη αυτά, έτσι λοιπόν ακούγαμε τους Beatles, ακούσαμε και το υπέροχο Norwegian Wood. Αυτός ο ήχος μου έκανε τρομερή εντύπωση και συγκεκριμένα εκείνο το περίεργο όργανο που ακουγόταν στο τραγούδι, αργότερα έμαθα ότι το έλεγαν σιτάρ κι ήταν ένας πολύ επιτυχημένος μουσικός πειραματισμός των σκαθαριών, μου έκαναν τρομερή εντύπωση γιατί τους άκουγα για πρώτη φορά στη ζωή μου, όπως μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι στην Ελλάδα, όπως μου είπε ο πατέρας μου, δεν τους πολυσυμπαθούσαν και τους αποκαλούσαν γιεγιέδες, στην Ελλάδα που εκείνη την εποχή άκουγαν κρυφά τον Θεοδωράκη και οι κρατούντες έστειναν φολκλορικά γλέντια με φουστανέλες στο Καλλιμάρμαρο…

Μετά από εκείνο το ταξίδι στη Σκανδιναβία πριν από πολλά χρόνια, κοντεύουν τα 40 αν κάτσω και τα μετρήσω, ακολούθησαν κι άλλα πολλά, για ένα μικρό διάστημα βρέθηκα να μένω στη Σουηδία και να βιοπορίζομαι εκεί, άλλοι μου έλεγαν πως αντέχω τον καιρό, άλλοι ότι σαν την Ελλάδα πουθενά, εγώ όμως ήξερα ότι ούτε ο καιρός με χάλαγε, ούτε αναπολούσα και την Ελλάδα, μια χαρά ήταν εκεί, οργάνωση, τάξη, όμορφο φυσικό περιβάλλον. Συχνά πυκνά ταξιδεύαμε στη Νορβηγία, την οποία θεωρώ ίσως μία από τις ωραιότερες γωνιές του πλανήτη και ευτυχώς έως σήμερα έχω γυρίσει αρκετές.

Πρόσφατα βρέθηκα στη Νορβηγία ξανά και μάλιστα στη Βόρεια, εκεί στο παγωμένο Tromsø στον Αρκτικό. Για το μέρος αυτό θα μπορούσα να πω πολλά, μοιάζει εξωτικό στα μάτια των νοτιοευρωπαίων, μοιάζει «παγωμένο», η αλήθεια όμως είναι διαφορετική, ο εξωτισμός είναι κάτι σχετικό, το ίδιο και η αίσθηση του «παγωμένου». Το Tromsø είναι πανέμορφο, αλλά και ζωντανό (οι Νορβηγοί είναι έξω καρδιά εάν τους συναναστραφείς) με τα πολύχρωμα ξύλινα σπιτάκια του, καθώς βυθίζεται πότε στο μακρύ σκότος και πότε στο ατέλειωτο φως του Αρκτικού. 

Δεν είμαι καλός στις ταξιδιωτικές περιγραφές είναι η αλήθεια, το κάθε μου ταξίδι το ζει κάθε μικρό κομμάτι των κυττάρων μου, η εμπειρία της ανακάλυψης νέων συγκινήσεων εμποτίζει κάθε μου αίσθηση, σε βαθμό που να μην μπορώ να περιγράψω όλη αυτή την εμπειρία.      

Σε ανάμνηση λοιπόν εκείνου του πρώτου ταξιδιού, το οποίο επαναλήφθηκε πριν από λίγο καιρό στη Βόρεια Νορβηγία, σε ανάμνηση εκείνης της πρώτης ταξιδιωτικής συγκίνησης,  επέλεξα να επενδύσω το άρθρο αυτό με το αειθαλές Norwegian Wood των Beatles.

Κλείνοντας αυτό το άρθρο και νιώθοντας να με συνεπαίρνουν όλα τούτα τα πράγματα ακόμα, διαπιστώνω ότι εάν καταφέρεις να διατηρήσεις μέσα σου όλη αυτή την παιδική φρεσκάδα και την λαχτάρα να ζήσεις κάθε συγκίνηση με πάθος, τότε μάλλον θα πρέπει να έχεις σώσει την παρτίδα εκείνη που λέγεται ζωή…